αναπόσβεστος

αναπόσβεστος
-η, -ο
1. αυτός που δεν αποσβέστηκε, δε διαγράφηκε: Έχω ακόμη μερικές οικονομικές υποχρεώσεις αναπόσβεστες.
2. αυτός που δεν μπορεί κανείς να διαγράψει, να ξοφλήσει: Έχω μια αναπόσβεστη οφειλή απέναντί σου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αναπόσβεστος — η, ο (Α ἀναπόσβεστος, ον) [ἀποσβέννυμι] νεοελλ. 1. αυτός που δεν αποσβέστηκε ή δεν μπορεί κανείς να αποσβέσει, αδιάγραπτος, ανεξίτηλος 2. αυτός που δεν εξοφλήθηκε, ανεξόφλητος, απλήρωτος αρχ. αυτός που δεν σβήνει, ο άσβηστος …   Dictionary of Greek

  • ἀναπόσβεστον — ἀναπόσβεστος inextinguishable masc/fem acc sg ἀναπόσβεστος inextinguishable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”